- ανθοσκεπής
- ης, ες покрытый цветами
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανθοσκεπής — ές 1. ο σκεπασμένος με λουλούδια 2. σκεπασμένος, στεγασμένος με ανθοφόρα φυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθος + σκεπής < σκέπας, σκεπός «σκέπη, σκέπασμα, κάλυμμα». Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον λογοτέχνη και πολιτικό Άγγελο Βλάχο] … Dictionary of Greek
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek